- φάκινος
- φάκινοςmade of lentilsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάκινος — ίνη, ον, Α (για φαγητό) παρασκευασμένος από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek
φακίνων — φάκινος made of lentils fem gen pl φάκινος made of lentils masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάκινον — φάκινος made of lentils masc acc sg φάκινος made of lentils neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακίνου — φάκινος made of lentils masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φακίνῳ — φάκινος made of lentils masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Michalis Fakinos — Born 1940 Athens, Greece Occupation writer, journalist Nationality Greek … Wikipedia
τυρακίνης — και δωρ. τ. τυρακίνας, ὁ, Α είδος πίτας με τυρί, τυρόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *τυρ άκινος (πρβλ. ὀμ φάκινος), κατά τα αρσ. σε ης] … Dictionary of Greek
φακινάς — ὁ, Α έμπορος φακών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. πλακούντ ᾶς)] … Dictionary of Greek
φακινοπώλιον — και φακεινοπώλιον, τὸ, Α κατάστημα όπου πωλούνται μαγειρεμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάκινος + πώλιον (< πώλης*), πρβλ. ξυλο πώλιον] … Dictionary of Greek